- βορήιος
- βορήϊος , βόρειοςfrom the quarter of the north windmasc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ZETHES — Boreaefilius, ex Orithyia, et frater Calais. Hi duo fratres ex Argonautarum numero extierunt, et quoniam alati fuerunt, ad pellendas Harpyias missis sunt, quas usque ad Strophades insulas sunt in secuti. Hi ab Hercule in Teno interfecti, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
βόρειος — α, ο (AM βόρειος, α, ον, Α και βορήιος, η, ον, ιων. τ.) [Βορέας] αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek